κλαδάσσομαι

From LSJ
Revision as of 12:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδάσσομαι Medium diacritics: κλαδάσσομαι Low diacritics: κλαδάσσομαι Capitals: ΚΛΑΔΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kladássomai Transliteration B: kladassomai Transliteration C: kladassomai Beta Code: klada/ssomai

English (LSJ)

Pass.,

   A rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.

Greek Monolingual

κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμήαἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.

Russian (Dvoretsky)

κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).