κλεφτός

From LSJ
Revision as of 13:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

και κλεπτός -ή, -ό
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά
3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή
γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»).
επίρρ...
κλεφτά (Μ κλεφτῶς)
1. με τον τρόπο του κλέφτη, κρυφά, κλεφτάτα
2. πρόχειρα, βιαστικά («έφαγα στα κλεφτά γιατί είχα πολλή δουλειά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλεπτός < κλέπτω. Ο τ. κλεφτός < κλεπτός με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].