κληδόνισμα

From LSJ
Revision as of 12:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληδόνισμα Medium diacritics: κληδόνισμα Low diacritics: κληδόνισμα Capitals: ΚΛΗΔΟΝΙΣΜΑ
Transliteration A: klēdónisma Transliteration B: klēdonisma Transliteration C: klidonisma Beta Code: klhdo/nisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sign, omen, Luc. Pseudol.17.

German (Pape)

[Seite 1450] τό, Vorbedeutung, Vorzeichen, Luc. Pseudol. 17.

Greek (Liddell-Scott)

κληδόνισμα: τό, σημεῖονοἰωνός, Λουκ. Ψευδολ. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
présage.
Étymologie: κληδών.

Greek Monolingual

κληδόνισμα, τὸ (Α) κληδονίζω
μαντικό σημείο, οιωνός («ὑπὸ πονηρῷ τῷ πρώτῳ καὶ δυσφήμῳ κληδονίσματι», Λουκιαν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληδόνισμα -τος, τό [κληδονίζω: voorspellen] voorteken.