κλοιόπους
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ποδος, ὁ,
A clog for the foot, in pl., = κλάποι, Tz.H.13.300.
Greek (Liddell-Scott)
κλοιόπους: ποδος, ὁ, ξύλον ἐν ᾧ συσφίγγονται οἱ πόδες τῶν καταδίκων, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 300.
Greek Monolingual
ο (Μ κλοιόπους, -ποδoς)
κλοιός τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + -πους (< πούς), πρβλ. βραδύ-πους, πτερό-πους].