κλιμακοστάσιο

From LSJ
Revision as of 13:42, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

το
ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονο-στάσιο, ζυγο-στάσιο].