κολυμβητήρ
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., A.Supp. 408.
German (Pape)
[Seite 1476] ῆρος, ὁ, = Folgdm; δίκην κολυμβητῆρος ἐς βυθὸν μολεῖν δεδορκὸς ὄμμα Aesch. Suppl. 403.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβητήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 408.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
plongeur, nageur.
Étymologie: κόλυμβος.
Greek Monolingual
κολυμβητήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κολυμβώ
κολυμβητής.
Russian (Dvoretsky)
κολυμβητήρ: ῆρος ὁ водолаз, пловец Aesch.