Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόνναρος

From LSJ
Revision as of 03:40, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόννᾰρος Medium diacritics: κόνναρος Low diacritics: κόνναρος Capitals: ΚΟΝΝΑΡΟΣ
Transliteration A: kónnaros Transliteration B: konnaros Transliteration C: konnaros Beta Code: ko/nnaros

English (LSJ)

ὁ, a prickly evergreen,

   A Zizyphus Spina-Christi, Theopomp. Hist.129, Agathocl.6:—neut. κόνναρον, τό, its fruit, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, s. κόναρος.

Greek (Liddell-Scott)

κόννᾰρος: ὁ, ἀειθαλὲς δένδρον ἀκανθῶδες ὡς ἡ κήλαστροςπαλίουρος, Θεοπόμπ. Ἱστ. 145, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 649F· ― οὐδ. κόνναρον, τό, ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α κόνναρος)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας κονναρίδες
αρχ.
το αειθαλές δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. κατά το κόμαρος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a thorny evergreen shrub, Zizyphus Spina Christi (Theopomp. Hist.); κόνναρον καρπὸς δένδρου ὅμοιος (ὁμοίου?) παλιούρῳ H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like κόμαρος (s. v.) a. o.; further dark. Prob. Pre-Greek..