κορεστός

From LSJ
Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορεστός Medium diacritics: κορεστός Low diacritics: κορεστός Capitals: ΚΟΡΕΣΤΟΣ
Transliteration A: korestós Transliteration B: korestos Transliteration C: korestos Beta Code: koresto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A sated; to be sated, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κορεστός: -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.

Greek Monolingual

κορεστός, -ή, -όν (Α) κορέννυμι
αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.