κουρεύσιμος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον,
A for cutting hair, σίδηρος Sch.E.Or. 966.
Greek Monolingual
κουρεύσιμος, -ίμη, -ον (Α)
ο κατάλληλος να κουρεύει, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρεύω + -σιμος (πρβλ. εργά-σιμος)].
Full diacritics: κουρεύσιμος | Medium diacritics: κουρεύσιμος | Low diacritics: κουρεύσιμος | Capitals: ΚΟΥΡΕΥΣΙΜΟΣ |
Transliteration A: koureúsimos | Transliteration B: koureusimos | Transliteration C: koureysimos | Beta Code: koureu/simos |
η, ον,
A for cutting hair, σίδηρος Sch.E.Or. 966.
κουρεύσιμος, -ίμη, -ον (Α)
ο κατάλληλος να κουρεύει, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρεύω + -σιμος (πρβλ. εργά-σιμος)].