κράγος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
Greek Monolingual
κράγος, ὁ, ἡ (Α)
φωνακλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. που κατά τους αρχαίους γραμματικούς παρήχθη από την επιρρηματικής φύσεως αιτ. εν. κραγόν του κραγός με αναβιβασμό του τόνου].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κράγος -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw, kreet:. κραγὸν κεκράξεται hij gaat een kreet slaken Aristoph. Eq. 487.