κραβακτήριος
From LSJ
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
Full diacritics: κραβακτήριος | Medium diacritics: κραβακτήριος | Low diacritics: κραβακτήριος | Capitals: ΚΡΑΒΑΚΤΗΡΙΟΣ |
Transliteration A: krabaktḗrios | Transliteration B: krabaktērios | Transliteration C: kravaktirios | Beta Code: krabakth/rios |
v. sub κράββατος.
κραβακτήριος, -ία, -ον (Μ)
αυτός που ανήκει στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος ή < κράβακτον].