κρήδεσμον
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
κεφαλόδεσμον, Hsch. κρηῆναι, κρήηνον,
A v. κραίνω. κρηθεῖν· κακολογεῖν, Id. κρῆθεν, Adv., v. κράς 11.
Greek Monolingual
κρήδεσμον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κεφαλόδεσμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρή-δεσμον
το α' συνθετικό κρη- ανάγεται πιθ. στη λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. και κρήδεμνον) και το β' συνθετικό -δεσμον < δέω «δένω»].