κρεμάδα

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

Greek Monolingual

η
σταφύλι που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμ- του κρεμῶ + κατάλ. -άδα, που απαντά συνήθως σε μετονοματικά παρ. (πρβλ. ασχημ-άδα, λεμον-άδα)].