φυσαλλίς

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσαλλίς Medium diacritics: φυσαλλίς Low diacritics: φυσαλλίς Capitals: ΦΥΣΑΛΛΙΣ
Transliteration A: physallís Transliteration B: physallis Transliteration C: fysallis Beta Code: fusalli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A bladder, bubble, Luc.Cont.19.    II a wind instrument, a kind of pipe, Ar.Lys.1245 (pl.).    III = ἁλικάκκαβος 1, Ps.-Dsc.4.71, Paul.Aeg.3.45.    IV bolus, pill, Aen. Gaz.Ep.20.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσαλλίς: -ίδος, ἡ, πομφόλυξ, φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας λέγω ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, εἶδος αὐλοῦ, λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. φυτόν τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, εἶδος στρύχνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72.