κρυολογώ
From LSJ
ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
-έω και -άω
1. παθαίνω κρυολόγημα («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα»)
2. προξενώ κρυολόγημα («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό παράθυρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -λογώ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνο-λογώ, παντρο-λογώ].