κυπτός
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
German (Pape)
[Seite 1535] vornüber gebogen, gebückt, demüthig, Hesych. erkl. ταπεινούμενον.
Greek Monolingual
κυπτός, -ή, -όν (Μ) κύπτω
σκυφτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυπτός -ή -όν [κύπτω] verbogen, verdraaid.