κωλοσούσα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
η
σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλό- + σείω, κατά τα θηλ. σε -ούσα (πρβλ. σαρανταποδαρούσα), με πιθ. επίδραση του σουσουράδα].