κυπαρισσέλαιο

From LSJ
Revision as of 14:07, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

το
αιθέριο έλαιο από ξύλο κυπαρισσιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cypress oil < αγγλ. cypress (< μσν. αγγλ. cypress < αρχ. γαλλ. cypres < λατ. cyparissus < κυπάρισσος) + oil (< μσν. αγγλ. olie < αρχ. γαλλ. olie < λατ. oleum < ἔλαιον)].