κωνοκόλουρος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ὁ, A = κολουρόκωνος, Hero Metr.3.22.
Greek Monolingual
κωνοκόλουρος, ὁ (Α)
κόλουρος κώνος, κολουρόκωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + κόλουρος.