μελάνιον
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλαν, A ink, PMag. Par.1.2013 (pl.), PMag.Berol.1.243a.
German (Pape)
[Seite 119] τό, das gemeine schwarzblaue Veilchen, Ggstz λευκόϊον, Theophr., Plin. H. N. 21, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνιον: τό, τὸ μέλαν, τὸ κοινῶς καλούμενον «μέλανι» ἢ μελάνη, μεταγεν.