οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
λάξοος, ὁ (Α)αυτός που έχει λαξευθεί σε πέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λά-ξοος < λᾶας (με συναίρεση τών δύο α σε ένα) + -ξοος (< ξόος < ξέω), πρβλ. αμφί-ξοος, μονό-ξοος. Η προπαροξυτονία είναι δηλωτική παθητικής σημ.]