λαοφιλής

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-ές
ο προσφιλής, ο αγαπητός στον λαό, δημοφιλήςλαοφιλής κυβερνήτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].