λεμβούχος

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης λέμβου, ο βαρκάρης
2. μεγάλη κεραία τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές του πλοίου για την ανάρτηση λέμβου από αυτήν, αλλ. βαρδαλάντζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κληρ-ούχος, πολι-ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Σ. Βλάχου].