λιθικός
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for stones; ἔργα Arch.Pap.3.128 (ii B.C.); but usu. λιθικά (sc. βιβλία), τά, a treatise upon precious stones, title of Orphic poem, ap.Tz. (περὶ λίθων codd.); also βιβλία λιθιακά Eust.ad D.P.Prooem.; but Λιθικά, of D.P.'s work, Sch.Od.10.323. 2 of or for stone in the bladder, Paul.Aeg.6.60.
German (Pape)
[Seite 44] die Steine betreffend, τὰ λιθικά, = λιθιακά, Orph. Lith.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθικός: -ή, -όν, (λίθος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίθους, λιθικὰ (ἐξυπ. βιβλία), τά, πραγματεία περὶ πολυτίμων λίθων, ὡς καλεῖται ὑπὸ τοῦ Τζέτζη τὸ ποίημα τὸ ἀποδιδόμ. εἰς τὸν Ὀρφ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα φέρουσι τὴν ἐπιγραφήν: περὶ λίθων· ὡσαύτως, λιθιακός, βιβλία Εὐστ. Ὑπομν. εἰς Διον. Π. σ. 81. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πέτραν τῆς κύστεως, τοῖς λιθικοῖς… ἐπιδέσμοις Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λιθικός, -ή, -όν) λίθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους
νεοελλ.
φρ. «λιθική εποχή» — η εποχή της προϊστορίας του ανθρώπου και της ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του πολιτισμού του, κατά την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος τον λίθο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λίθο της ουροδόχου κύστεως
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Λιθικά
τίτλος έργου του Διονυσίου του Περιηγητού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) λιθικά
(ενν. βιβλία) πραγματεία για πολύτιμους λίθους.