λιμνιτικός

From LSJ
Revision as of 12:16, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

λιμνιτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στη λίμνη ή στη γύρω από τη λίμνη περιοχή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιμνιτικά
φόρος για γη που βρισκόταν γύρω από λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμνίτης (πρβλ. αἰγιαλ-ίτης)].