λινοξός

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

λινοξός, ὁ (Α)
αυτός που κοπανίζει το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ξός (< ξέω), πρβλ. λαα-ξός].