Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
λινοξός, ὁ (Α)αυτός που κοπανίζει το λίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ξός (< ξέω), πρβλ. λαα-ξός].