λινοξός

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

λινοξός, ὁ (Α)
αυτός που κοπανίζει το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ξός (< ξέω), πρβλ. λααξός].