λινοπλυτής
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A flax-washer, flax-soaker, prob. in Aët.8.16 (λινοπλήτων gen. pl., codd.).
Greek Monolingual
λινοπλυτής, ὁ (Α)
αυτός που πλένει, που βρέχει το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πλυτής (< πλύνω)].