λοξοπολώ

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

λοξοπολῶ, -έω (Α)
περιπλανιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -πολῶ (< -πόλος), πρβλ. ονειρο-πολώ, περι-πολώ].