πολώ

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

-έω, Α πόλος
1. ανοίγω τη γη με άροτρο, αροτριώ, οργώνω
2. περιφέρομαι, περιπλανώμαι
3. συχνάζω
4. μένω, κατοικώ κάπου
5. (κατά τον Ησύχ.) «πολεῖν
νέμειν, βόσκειν».