χαρακτηρικός
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
A = χαρακτηριστικός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1336] zum Kratzen od. Eingraben dienend, D. Hal. öfter; adv., Eustath. u. a. Sp.