ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
λυδοπαθής, -ές (Α)
ηδυπαθής σαν Λυδός, επιρρεπής στα σαρκικά πάθη, φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + -παθής (< πάθος)].
λῡδοπᾰθής: по-лидийски изнеженный, преданный наслаждениям Anacr.