λυσίποθος
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A delivering from love, ἀγγελίαι AP5.268 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίποθος: -ον, ὁ λύων, καταπαύων τὸν πόθον, Ἀνθ. Π. 5. 269.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui délivre des regrets, des désirs.
Étymologie: λύω, πόθος.
Greek Monolingual
λυσίποθος, -ον (Α)
αυτός που ελευθερώνει από τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόθος (< ποθῶ), πρβλ. κρυψί-ποθος, τηξί-ποθος].
Greek Monotonic
λῡσίποθος: [ῐ], -ον, αυτός που απαλλάσσει από τον πόθο, σε Ανθ.