λυσσοδάκτης
From LSJ
κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)
Greek (Liddell-Scott)
λυσσοδάκτης: ὁ, ὁ ἐκ λύσσης δάκνων, λυσσοδάκτης κύων Κ. Μανασσ. ἐν Annu. des Etudes Gr. τ. IX, σ. 65.
Greek Monolingual
λυσσοδάκτης, ὁ (Μ)
αυτός που δαγκώνει από λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δάκτης (< δάκνω), πρβλ. λαθρο-δάκτης].