Λύκαιον

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τά) :
le sanctuaire d’Apollon du Lycée.
Étymologie: v. Λύκαιος.

Greek Monolingual

Λύκαιον, τὸ (Α) λύκος
1. ονομασία όρους στην Αρκαδία, σήμερα κν. Διαφόρτι
2. ναός του Λυκαίου Διός στο Λύκαιον όρος.

Russian (Dvoretsky)

Λύκαιον: (ῠ) τό Ликей
1) гора в юго-зап. Аркадии на границе с Мессенией, посвященная Зевсу и Пану Thuc.;
2) храм Зевсу Ликейскому Plut.