μαῖτυς

From LSJ
Revision as of 15:23, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαῖτυς Medium diacritics: μαῖτυς Low diacritics: μαίτυς Capitals: ΜΑΙΤΥΣ
Transliteration A: maîtys Transliteration B: maitys Transliteration C: maitys Beta Code: mai=tus

English (LSJ)

Cret. and Epid. for μάρτυς (q. v.).

Greek Monolingual

μαίτυς, -υρος, ὁ (Α)
μάρτυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίτυς αντί μάρτυς από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -ρ- ανομοιωτικά προς το ακολουθούν -ρ- («υποχωρητική ανομοίωση») εξασθενώθηκε σε -ι-: μάρτυρος > μαίτυρος > μαίτυς.