μαῖτυς

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαῖτυς Medium diacritics: μαῖτυς Low diacritics: μαίτυς Capitals: ΜΑΙΤΥΣ
Transliteration A: maîtys Transliteration B: maitys Transliteration C: maitys Beta Code: mai=tus

English (LSJ)

Cret. and Epid. for μάρτυς (q.v.).

Greek Monolingual

μαίτυς, -υρος, ὁ (Α)
μάρτυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίτυς αντί μάρτυς από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -ρ- ανομοιωτικά προς το ακολουθούν -ρ- («υποχωρητική ανομοίωση») εξασθενώθηκε σε -ι-: μάρτυρος > μαίτυρος > μαίτυς.