μάλλυκες
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Full diacritics: μάλλυκες | Medium diacritics: μάλλυκες | Low diacritics: μάλλυκες | Capitals: ΜΑΛΛΥΚΕΣ |
Transliteration A: mállykes | Transliteration B: mallykes | Transliteration C: mallykes | Beta Code: ma/llukes |
τρίχες, Hsch.
μάλλυκες: «τρίχες» Ἡσύχ.
μάλλυκες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τρίχες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλός + επίθημα -υκες, πιθ. κατά τα ἄμπ-υκες, κάλ-υκες].