μεγαλαύχητος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ον,
A much vaunted, Epigr. ap. Paus.1.13.3.
German (Pape)
[Seite 105] sehr ruhmvoll, Μακηδονία, Leon. Tar. 22 (App. 106).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαύχητος: -ον, = μεγαλαυχής, Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 1. 13. 3.
Greek Monolingual
μεγαλαύχητος, -ον (Α) μεγαλαυχώ
πολύ φημισμένος, περίφημος.
Russian (Dvoretsky)
μεγαλαύχητος: Anth. = μεγακυδής.