μενεφύλοπις
From LSJ
English (LSJ)
[ῡ], ιος, ὁ, ἡ,
A staunch in battle, AP6.84 (Paul. Sil.), prob. cj. in Doroth. in Cat.Cod. Astr.8(4).223.
German (Pape)
[Seite 132] = μενέμαχος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).
Greek (Liddell-Scott)
μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, Ἀνθ. Π. 6. 84.
Greek Monolingual
μενεφύλοπις, -ιος, ό, ἡ (Α)
αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»].
Greek Monotonic
μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, σε Ανθ.