μεσολάβηση

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

η (ΑM μεσολάβησις) μεσολαβώ
νεοελλ.
1. η παρέμβαση κάποιου για συμφιλίωση ή συμβιβασμό ή επίτευξη συμφωνίας μεταξύ ανθρώπων, ομάδων ή κρατών που έχουν διαφορές μεταξύ τους, διαιτησία
2. χρον. παρεμβολή ενός χρονικού διαστήματος μεταξύ δύο γεγονότων
3. τοπ. η παρεμβολή ενός πράγματος μεταξύ δύο άλλων
νεοελλ.-μσν.
παρέμβαση για την επίτευξη ενός σκοπού
μσν.-αρχ.
το πιάσιμο, η λαβή από τη μέση («τῇ μεσολαβήσει τοῦ δόρατος», Ευστ.).