μετάκερας

From LSJ
Revision as of 17:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάκερᾰς Medium diacritics: μετάκερας Low diacritics: μετάκερας Capitals: ΜΕΤΑΚΕΡΑΣ
Transliteration A: metákeras Transliteration B: metakeras Transliteration C: metakeras Beta Code: meta/keras

English (LSJ)

ὁ, ἡ, τό,

   A intermixed, esp. of water, lukewarm, ἡ μὲν τὸ θερμόν, ἡ δ' ἑτέα τὸ μ. Alex.137, cf. Philyll.32, Amphis 7.

German (Pape)

[Seite 147] gemischt, Hippocr.; bes. aus heiß u. kalt, dah. lau, χλιαρὸν ὕδωρ, Ath. III, 123 e, mit zwei Beispielen aus Komikern belegt.

Greek (Liddell-Scott)

μετάκερᾰς: ὁ, ἡ, τό, μικτός, μεμιγμένος, ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, χλιαρόν, ἡ μὲν τὸ θερμόν, ἡ δ’ ἑτέρα τὸ μ. Ἄλεξις ἐν «Λοκροῖς» 1, πρβλ. Ἄμφιν ἐν «Βαλανείῳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 123Ε, Λοβ. Παράλλ. 223.

Greek Monolingual

μετάκερας, ὁ, ἡ, τὸ (Α)
1. αναμεμιγμένος
2. (για νερό) χλιαρός, ούτε θερμός ούτε ψυχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κερας (< θ κερα- του κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. αυτό-κερας].