ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
μηδαμεῑ (Α)(δωρ. τ.) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -εῖ (πρβλ. παραυτ-εί, τουτ-εί)].