μετονομασία
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
ἡ,
A change of name: in pl., title of work by Nicanor, Ath.7.296d.
German (Pape)
[Seite 161] ἡ, Umnennung, Aenderung des Namens, Ath. VII, 296 e; Νικάνωρ ἐν Μετονομασίαις (Titel eines Buches) τὸν Μελικέρτην φησὶ Γλαῦκον μετονομασθῆναι.
Greek (Liddell-Scott)
μετονομασία: ἡ, ἀλλαγὴ ὀνόματος, Νικάνωρ ὁ Κυρηναῖος παρ’ Ἀθην. 296Ε.
Greek Monolingual
η (Α μετονομασία) μετονομάζω
αλλαγή ονόματος
αρχ.
στον πληθ. Μετονομασίαι
τίτλος έργου του Νικάνορος.