μοργανατικός

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «μοργανατικός γάμος»
(κοινων.) νομικά έγκυρος γάμος μεταξύ ενός άρρενος μέλους βασιλικού, πριγκιπικού ή ευγενικού οίκου και μιας γυναίκας λιγότερο ευγενικής καταγωγής ή από χαμηλότερη κοινωνική τάξη, με τον όρο ότι η σύζυγος δεν θα ανέλθει στην κοινωνική τάξη του συζύγου και ότι τα παιδιά που θα γεννηθούν από τον γάμο αναγνωρίζονται ως νόμιμα αλλά δεν κληρονομούν τους κληρονομικούς τίτλους, το φέουδο και την επακόλουθη περιουσία του πατέρα.
επίρρ...
μοργανατικώς
με μοργανατικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. morganatique < μσν. λατ. (martrimonium ad) morgan-aticum «δώρο που δίνει ο σύζυγος στη γυναίκα του την επομένη του γάμου» < μσν. άνω γερμ. morgen < αρχ. άνω γερμ. morgan + λατ. -aticum].