μιμηλάζω

From LSJ
Revision as of 12:22, 14 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμηλάζω Medium diacritics: μιμηλάζω Low diacritics: μιμηλάζω Capitals: ΜΙΜΗΛΑΖΩ
Transliteration A: mimēlázō Transliteration B: mimēlazō Transliteration C: mimilazo Beta Code: mimhla/zw

English (LSJ)

μιμηλάζω, = μιμέομαι, ἀγαθὸν κακῷ μιμηλάζω = the good imitating the bad Ph.1.557 (s. v.l.); μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα ib.610 (μιμηλίζοντες codd.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 186] = μιμέομαι, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμηλάζω: μιμέομαι, μετὰ δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς μῖμος, αὐτόθι 610, ἔνθα μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον μιμηλάζω.

Greek Monolingual

μιμηλάζω (Α) μιμηλός
μιμούμαι («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα», Φίλ.).