μογγός

From LSJ
Revision as of 18:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μογγός Medium diacritics: μογγός Low diacritics: μογγός Capitals: ΜΟΓΓΟΣ
Transliteration A: mongós Transliteration B: mongos Transliteration C: moggos Beta Code: moggo/s

English (LSJ)

όν,

   A with a hoarse, hollow voice, PLond.3.653.16 (iv A. D.), Hippiatr.14: Comp., μογγοτέρα φωνή Paul.Aeg.3.24.

German (Pape)

[Seite 196] όν, mit heiserer, dumpfer Stimme, Hippiatr., im Ggstz von λαμπρὸς τῇ φωνῇ.

Greek (Liddell-Scott)

μογγός: -όν, ὁ ἔχων φωνὴν βραχνὴν καὶ ἀσθενῆ, ἔστω δὲ τῇ φωνῇ μὴ μογγός, ἀλλὰ λαμπρὸς Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

μογγός, -όν (ΑΜ)
βλ. μουυγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. μογγιλάλος].