μοιράρχης

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek (Liddell-Scott)

μοιράρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς μοίρας, στρατιωτικῆς διαιρέσεως (ἴδε μοῖρα Ι. 3), Λεόντ. Τακτ. 4, 8, 42, ὁ ἄλλως καλούμενος δρουγγάριος.

Greek Monolingual

μοιράρχης, ὁ (Μ)
ο αρχηγός της μοίρας, στρατιωτικού τμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα + «τμήμα στρατού» + -άρχης (πρβλ. θαλαμ-άρχης, ομαδ-άρχης)].