μονομερίς

From LSJ
Revision as of 15:21, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

επίρρ. σε μία μόνη μέρα, μέσα στην ίδια μέρα, αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μέρα κατά τα επιρρμ. σε -ίς (πρβλ. αποβραδ-ίς)].