μονομερίς
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
επίρρ. σε μία μόνη μέρα, μέσα στην ίδια μέρα, αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μέρα κατά τα επιρρμ. σε -ίς (πρβλ. αποβραδίς)].